- απροσωποληψία
- η беспристрастность, нелицеприятие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσωποληψία — η (AM ἀπροσωποληψία) η αμεροληψία … Dictionary of Greek
αμεροληψία — η [αμερόληπτος] το να είναι κανείς αμερόληπτος, απροσωποληψία, ανεπηρέαστη κρίση … Dictionary of Greek
απροσωπόληπτος — η, ο επίρρ. α αμερόληπτος, αντικειμενικός, δίκαιος: Σε κάθε ζήτημα που θα έκρινε, ήταν κριτής απροσωπόληπτος. Ουσ. απροσωποληψία, η αμεροληψία, αντικειμενικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)